- περισαρκισμός
- περισαρκισμόςincision all roundmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισαρκισμός — ὁ, Α [περισαρκίζω] το κόψιμο, η αφαίρεση τών σαρκών γύρω γύρω από την πληγή … Dictionary of Greek
περισαρκισμοῦ — περισαρκισμός incision all round masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισαρκισμόν — περισαρκισμός incision all round masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)